- στοιβαχτής
- ο1) тот, кто складывает в кипы, стопки; 2) тот, кто штабелирует; 3) тот, кто набивает матрицы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στοιβαχτής — και στοιβακτής, ο, Ν [στοιβάζω] αυτός που στοιβάζει, που κάνει στοίβες … Dictionary of Greek
στοιβακτής — ο, Ν βλ. στοιβαχτής … Dictionary of Greek
σχοινί — Λέγεται και σκοινί. Ο όρος προέρχεται από το φυτό σχοίνος από το οποίο κατασκευάζουν σ. Σ. λέγεται και η αγχόνη, γι’ αυτό υπάρχει και η έκφραση «άνθρωπος του σ. και του παλουκιού», δηλαδή κακοποιός άξιος απαγχονισμού και ανασκολοπισμού. Σήμερα… … Dictionary of Greek